- νόθος
- -α, -ο, θηλ. και -η και -ος (ΑΜ νόθος, -η, -ον, Α θηλ. και -ος)1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.)3. (για φιλολογικό έργο) αυτός που δεν ανήκει στον συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται («νόθο κείμενο»)4. φρ. «νόθοι πλευρές» ή «νόθες πλευρές» — οι πέντε τελευταίες πλευρές τών πλάγιων μοιρών τού θώρακα τού ανθρώπουνεοελλ.1. μτφ. ανώμαλος, μη φυσιολογικός («νόθες καταστάσεις»)2. φρ. α) «νόθοι δίφθογγοι» — οι υστερογενείς δίφθογγοιβ) «νόθο κλάσμα» — κλάσμα τού οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή, αλλ. καταχρηστικό κλάσμανεοελλ.-μσν.(για ζώα ή φυτά) αυτός που προκύπτει από διασταύρωση ατόμων τα οποία δεν είναι γονοτυπικώς όμοια, αλλ. υβρίδιομσν.παράνομοςαρχ.1. αυτός που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα2. (στην Αθήνα) γόνος μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός τού οποίου η μητέρα μόνο ήταν μη Αθηναία3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νόθοι(στην Αίγυπτο) τάξη υπηρετών τού ναού4. φρ. α) «νόθος πυρετός» — πλαστός, φαινομενικόςβ) «νόθος σάλπιγξ» — το σφύριγμα τού φιδιούγ) «νόθον φέγγος» — το φως τής σελήνηςδ) «νόθος ἱματισμός» — η ενδυμασία τής πόρνης. Επίρ. νόθως (Α)ψευδώς, ανειλικρινώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με αρχ. ινδ. andha-h «άγνωστος» έχει απορριφθεί. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για πελασγική λ.].
Dictionary of Greek. 2013.